-
1 λαμπετάω
λαμπετάω, poet. = λάμπω, nur im partic., leuchten, ὄσσε δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην Il. 1, 104 Od. 4, 662; Hes. Sc. 390; ἄστρα λαμπετόωντα Th. 310, wie τείρεα λαμπ. Ap. Rh. 3, 1362; a. sp. D.
См. также в других словарях:
λαμπετώ — λαμπετῶ, άω (Α) [λαμπέτης] λάμπω, φέγγω, ακτινοβολώ (ἄστρα τε λαμπετόωντα», Ησίοδ.) … Dictionary of Greek